Δυο τσιγάρα με τη Beth Gibbons
Πιάσαν για τα καλά οι βροχές και σε περονιάζει η υγρασία – το βήμα όλο και γρηγορεύει για να προλάβει τα τρεξίματα της νέας σεζόν (ειδικά αν έχεις τα παιδιά), αλλά το μυαλό μένει ακίνητο. Θαρρείς και θέλει να φρενάρει το σώμα, μην τρακάρει στην Κηφισίας ή στην Εγνατία οδό, σαν ασυνείδητο αυλάκι από βινίλιο που παίζει στο repeat, εκείνο το παλιό στιχάκι του Παπάζογλου: “Τι νόημα έχουν όλα αυτά/ Τι τρέχω να προλάβω/ Πέρασε η μισή ζωή/Δίχως να καταλάβω…
Κι αν έχει περάσει η μισή, πάει καλά σκέφτεσαι, ειδικά με όσα σε περικλείουν ολούθε, από το πληγιασμένο αποτύπωμα χεριών αγαπημένων που δεν πρόλαβες να τους κάνεις μια τελευταία αγκαλιά, μέχρι τους σταυρούς που στέκουν, αμέτρητες πια συστάδες – σε όλα τα μήκη και τα πλάτη που φτάνει το βλέμμα, από το ποτάμι, μέχρι τη θάλασσα…
Δυο τελευταία τσιγάρα
Το μυαλό λοιπόν στέκει ακίνητο, πετρώνει, μιμείται θαρρείς τις γάτες μπροστά στα φώτα των φορτηγών, σαν να θέλει να απεμπλακεί από ένα σώμα που είναι καταδικασμένο να αγκομαχά. Γιατί η ζωή συνεχίζεται και θα δια-στρέφει πάντα τη ρότα του καθενός, βδομάδα με τη βδομάδα, καρτίνι με καρτίνι.
Το μυαλό όμως έχει τα αποκούμπια του και κάτι καβοδέτες που αψηφούν τους καιρούς, όσο κι αν σκληραίνουν. Για άλλους είναι μια βόλτα στην άκρη της πόλης (και του νου) ή μια βουτιά σε (μολυβένια) θάλασσα, μια συγγνώμη που πρόλαβε να ειπωθεί, ένα τρελός χορός για πέντε λεπτά – Τι θα πει πουθενά και πως χάνεται ο χρόνος;

Για άλλους πάλι μια Ηλέκτρα ή ένας “Γυάλινος Κόσμος”, ένα γκολ στο 90΄στα τσιμέντα της Φιλαδέλφειας ή της Τούμπας (δεν έχει καμία σημασία), μια συναυλία στο Πέραμα, δυο τελευταία τσιγάρα σε ένα πλατύσκαλο, ένα τραμπάλισμα του φεγγαριού στην απαγγελιά δυο στίχων – ιδανικές φωνές κι αγαπημένες…
Δεν έχει σημασία ή πρόσημο, ο καθένας κάνει σπονδές στους δικούς του Θεούς των μικρών πραγμάτων. Αρκεί να τον σφιχταγκαλιάζουν όταν είναι έτοιμος να γλιστρήσει ή προ(σ)καλεί ένα κύμα να τον παρασύρει, ξυλάρμενος στη θάλασσα μέσα του, που όλο και θεριεύει.
We’ve got a war to fight
Όσο λοιπόν το σκέφτομαι, τώρα που περπατώ στο ψιλόβροχο, περιμένοντας να τελειώσει το… μάθημα, η προπόνηση, η αναμονή της εξέτασης, η αίτηση επιστροφής εξόδων, το προπατορικό αμάρτημα, ο μεγάλος θυμός, η συγχώρεση του εαυτού, οι καθυστερήσεις στο ΑΕΚ-Μίλαν…
Τόσο μου έρχονται εικόνες και ήχοι από τις συναυλίες του φετινού καλοκαιριού, πριν και μετά το ανεξίτηλο. Όσο όμως περισσότερο λυσσομανά ο αέρας και φλερτάρει με το “απαγορευτικό”, το μυαλό στέκει κολλημένο σε μία βραδιά, προσδεμένο στους κάβους των ματιών και της φωνής της Beth Gibbons, γαντζωμένο στα συρματόσχοινα των στίχων της.
Τόσο μου έρχονται εικόνες και ψίθυροι και αισθήματα υγρά, από μια βραδιά του Ιουλίου στο Λυκαβηττό – μια βραδιά λύτρωσης και αποκάλυψης στην μακράν καλύτερη, έως στοιχειωτική συναυλία του φετινού καλοκαιριού. Από αυτές που θα τις θυμάσαι για χρόνια μετά, σφιχταγκαλιασμένες με την απώλεια, αλλά και την άνευ όρων αγάπη.
Oh
Can’t anybody see
We’ve got a war to fight
Υστερόγραφο
Ανέβηκα στο θέατρο ανυποψίαστος, μην έχοντας ακούσει το “Lives Outgrown“, τον πρώτο της προσωπικό δίσκο που κυκλοφόρησε το 2024. Μαγεμένοι αφεθήκαμε στη μυσταγωγία των τραγουδιών, σχεδόν την προσκαλέσαμε να φέρει στην επιφάνεια φόβους και όνειρα, ρουφήξαμε ακόμη και τις σιωπές της.
Η Beth Gibbons, σκιώδης και συνάμα εκτυφλωτική, τρυφερή αλλά και απόμακρη, μια βουβά ολοφυρώμενη ιέρεια, μας πήρε εντέλει από το χέρι για να μας οδηγήσει στην κάθαρση, σε μια βραδιά από εκείνες τις σπάνιες, που ψυχές και σώματα, φεύγουν από τη Γη και ταξιδεύουν στο σύμπαν.
“Συνειδητοποίησα πώς είναι η ζωή δίχως ελπίδα. Και με κατέκλυσε μια θλίψη που δεν είχα ποτέ ξανανιώσει. Πιο πριν, είχα το μπορετό να αλλάξω το μέλλον μου, αλλά όταν έρχεσαι κόντρα στο ίδιο σου το σώμα, δεν μπορείς να το αναγκάσεις να κάνει κάτι που δεν θέλει. Όταν είσαι νέος, δεν γνωρίζεις τα ύστερα, δεν υποψιάζεσαι πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Νομίζεις ότι θα γίνει καλύτερα. Κάποια τέλη, όμως, είναι δύσκολο να τα χωνέψεις. Τώρα έχω περάσει στην άλλη όχθη, το μόνο που σκέφτομαι είναι πως χρειάζεται γενναιότητα”.
