Μαρία Παπαγεωργίου – Αντίθετα πια
Ένα από τα ενδιαφέροντα της καραντίνας, ήταν το ότι μας έβαλε στη διαδικασία, να κάνουμε μια απογραφή (υποσυνείδητα έστω), όλων εκείνων των μικρών πραγμάτων, συνηθειών, δράσεων, απολαύσεων και εντέλει συγχρωτισμών, που λειτουργούν σαν δροσοπηγή σε κακοτράχαλο μονοπάτι. Και ο καθένας φυσικά, έχει τον δικό του Θεό των μικρών πραγμάτων, άλλος να παίρνει τα βουνά, τα (παιδικά;) πάρτι, τους γαστρίμαργους, το ποδόσφαιρο, τη μόδα, τις μηχανές, τα σινεμά, τις εξομολογήσεις στα μπαρ…
Άλλοι πάλι, έχουμε τις συναυλίες και μάλλον περισσότερο εκείνες που καταλήγεις, όχι να σιγομουρμουρίζεις αγαπημένα τραγούδια που ξέρεις εκ προοιμίου ότι θα ακούσεις (ή να μερακλώσεις με τα «πάγια» πάνω στο κρεσέντο του “frontman”), αλλά να αιφνιδιαστείς από το απρόβλεπτο, να αφοπλιστείς από την αλήθεια που χαρίζεται απλόχερα από σκηνής και να παρασυρθείς σε μια θρησκευτική μυσταγωγία, ακόμη κι αν δηλώνεις άθεος (ή έστω αγνωστικιστής).
Λέγανε για τον Τζόνι Κας, πως αν διασκευάσει τραγούδι σου, το στοιχειώνει και το χάνεις για πάντα. Το σκεφτόμουν πάλι τις προάλλες στην ανοιχτωσιά της “Τεχνόπολις” , υπό την επήρεια αυτής της παράξενης κοπέλας, που ότι και να πιάσει στο στόμα της, το μετατρέπει σε ατόφιο χρυσάφι, «πειράζει» τα τραγούδια σαν «νεραϊδοπαρμένη» γιάτρισσα του δάσους που πλέκει μελωδίες από μελισσόχορτο και γιατροπορεύει τις ψυχές, με στίχους από φύλλα του κισσού, σάγκες της Μπγιορκ και ερωτικά δίστιχα του ανατολικού Αιγαίου…
Καθένας φυσικά έχει τον δικό του Θεό των μικρών πραγμάτων και τις δικές του ανάσες, θάλασσες, θρύλους, ΠΑΟΚ και σκαλώματα (αν και νομίζω ότι με μια βδομάδα οπουδήποτε στις Κυκλάδες, όλοι θα σωζόμασταν – ακόμη και ο ταγμένος τζιχαντιστής θα επαναπροσδιόριζε τον αξιακό του κώδικα για τη ζωή) και ελπίζω το καλοκαιράκι να μας βρει τραβήξει κάπως στη ραστώνη του, χωρίς στρουθοκαμηλισμούς και αδιαφορία για τα παράλογα που πληθαίνουν ολούθε, από την Φλόριδα μέχρι τις Ινδίες, από τον Βόλο μέχρι την Πατησίων…
Μαρία Παπαγεωργίου – Live στην Τεχνόπολη
Ιδιαίτερο τραγούδι, περίπου ξεχασμένο και φθαρμένο – σχεδόν χαραγμένο, από την πατίνα του χρόνου – σαν μισοκατεστραμμένο βινύλιο που στέκει καταχωνιασμένο σε ένα χαρβαλωμένο ράφι του πατρικού σου… Εννοείται πως καθένας μπορεί να έχει την άποψη και τα κολλήματα του – δεν μπορώ όμως να κωφεύσω στην ερμηνευτική μανιέρα της Άλκηστις Πρωτοψάλτη στην πρώτη εκτέλεση και την αβάσταχτη επιτήδευση που συνοδεύει – κατά κανόνα – τη γραφή του Νίκου Μωραϊτη…
Και ξαφνικά φτάνει μια μέρα, που η Μαρία έχει μπει (ερήμην σου) στο πατρικό σου, σηκώνει λίγο τις γρίλιες και ψαχουλεύει στο μισοσκόταδο τα σκονισμένα ράφια – μέχρι να ανασύρει από το βάθος της μνήμης ένα ιδιαίτερο τραγούδι, περίπου ξεχασμένο και φθαρμένο – σχεδόν χαραγμένο από την πατίνα του χρόνου. Και το παίρνει αγκαλιά, του γλυκομιλά, του βάζει μύρο και λάδι και το ντύνει με τα βαπτιστικά της δικής της φωνής, μνήμης και συναισθήματος. Και κάπου εκεί, αρχίζει και ακούγεται ο λυγμός ενός ντουντούκ που σε τραβά στα τρίσβαθα του νόστου και κυτταρικές μνήμης που μας ενώνουν σε ένα άχραντο παρελθόν…
Αντίθετα πια (2002)
Στίχοι: Νίκος Μωραΐτης
Μουσική: Κώστας Μπαλταζάνης
Πήγαινα
με το σώμα αγκαλιά
με το σώμα μου μόνο εξηγούσα
Πήγαινα κι εξηγούσα τον άνθρωπο
πως να διαλέγει βουνά
Πήγαινα
και τα μάτια στη πλάτη
αχ τα μάτια στη πλάτη γυρνούσα
Πήγαινα
και στους ώμους τα βλέφαρα
ζωγραφισμένα ανοιχτά
Αχ να σε δω
να πηγαίνεις αντίθετα πια
Αχ να σε δω
ν’ ανεβαίνεις δικά σου βουνά
να σε βλέπω
και τα μάτια να ζητάνε να γίνουν πουλιά
να σε βλέπω
μα το σώμα να πηγαίνει αντίθετα πια
Πήγαινα
και τα μάτια στη πλάτη
αχ τα μάτια στη πλάτη γυρνούσα
Πήγαινα
και στους ώμους τα δάκρυα
τα δάκρυα ποτάμια ανοιχτά
Αχ να σε δω
να πηγαίνεις αντίθετα πια
Αχ να σε δω
ν’ ανεβαίνεις δικά σου βουνά
να σε βλέπω
και τα μάτια να ζητάνε να γίνουν πούλια
να σε βλέπω
μα το σώμα να πηγαίνει αντίθετα πια
Πήγαινα
και τα μάτια στη πλάτη
αχ τα μάτια στη πλάτη γυρνούσα
Πήγαινα
και στους ώμους τα δάκρυα
τα δάκρυα ποτάμια ανοιχτά